Όπως πολλά περιβαλλοντικά προβλήματα, η Κλιματική Αλλαγή αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Για το λόγο αυτό η διεθνής συνεργασία θεωρείται απαραίτητη στις προσπάθειες που πραγματοποιούνται τόσο για τον μετριασμό όσο και για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή. Η διεθνής συνεργασία μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία των συνθήκων εκείνων που χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν διάφορες προκλήσεις που συνδέονται με την Κλιματική Αλλαγή όπως, μεταξύ άλλων, αυτή της άνισης κατανομής των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, των ετερογενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής που είναι αβέβαιες και πολλές φορές μακρινές στο χώρο και το χρόνο, και των διαφορετικών εκτιμήσεων για το κόστος και τα οφέλη της συλλογικής δράσης τόσο σε ότι αφορά τόσο στο μετριασμό, όσο και στην Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή. Υπό την απουσία μιας «παγκόσμιας κυβέρνησης», διεθνείς συμφωνίες, συμβάσεις και άλλες σχετικές πρωτοβουλίες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Βασική προϋπόθεση αποτελεί ότι τα παραπάνω χαρακτηρίζονται από ευρεία συμμετοχή αλλά και ισχυρή δέσμευση των χωρών που συμμετέχουν σε αυτές.
Οι πρώτες προσπάθειες διεθνούς συνεργασίας για την Κλιματική Αλλαγή (ΚΑ) ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970 κυρίως ως αποτέλεσμα των προσπαθειών της επιστημονικής κοινότητας να επιστήσει τη διεθνή προσοχή στις απειλές που προκύπτουν από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Το 1998, δημιουργήθηκε η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change, IPCC) από τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό (World Meteorological Organization, WMO) και το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Environment Program, UNEP), η οποία εξέδωσε μια πρώτη έκθεση αξιολόγησης το 1990 υπογραμμίζοντας ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι πραγματική, προτρέποντας έτσι τις χώρες να λάβουν δράση για την αντιμετώπιση των επιπτώσεών της. (J.T. Houghton, 1990).
Τα ευρήματα της Επιτροπής οδήγησαν στη δημιουργία της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) που κατατέθηκε προς υπογραφή στη διάσκεψη του Ρίο το 1992, η οποία λειτούργησε ως το πρώτο διεθνές φόρουμ για τις κλιματικές διαπραγματεύσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 4, όλα τα μέρη αναλαμβάνουν γενικές δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέσω, για παράδειγμα, του μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και της Προσαρμογής στις ενδεχόμενες επιπτώσεις της. Η Σύμβαση-Πλαίσιο καθορίζει το στόχο των Μελών του Παραρτήματος Ι (βιομηχανικές χώρες που ήταν μέλη του ΟΟΣΑ το 1992, καθώς και χώρες με μεταβατικές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, των κρατών της Βαλτικής και πολλών κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης) να σταθεροποιήσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (διοξείδιο του άνθρακα και άλλα ανθρωπογενή αέρια του θερμοκηπίου που δεν ρυθμίζονται βάσει του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ) σε επίπεδα του 1990, έως το έτος 2000.
Η Προσαρμογή αναγνωρίζεται ως δέσμευση στο Άρθρο 4 της Σύμβασης. Τα Μέρη της Σύμβασης αναγνωρίζουν ότι είναι μια παγκόσμια πρόκληση που αντιμετωπίζεται από όλους με τοπικές, εθνικές, περιφερειακές και διεθνείς διαστάσεις. Αποτελεί βασικό στοιχείο της μακροπρόθεσμης παγκόσμιας ανταπόκρισης στη Κλιματική Αλλαγή για την προστασία των ανθρώπων, των μέσων διαβίωσης και των οικοσυστημάτων. Τα συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η δράση Προσαρμογής πρέπει να ακολουθήσει μια προσέγγιση καθοδηγούμενη από την κάθε χώρα, συμμετοχική και πλήρως διάφανη, με σκοπό την ενσωμάτωση της Προσαρμογής σε σχετικές κοινωνικοοικονομικές και περιβαλλοντικές πολιτικές και δράσεις.
Σε αντίθεση με το μετριασμό που έχει παγκόσμια οφέλη, τα οφέλη Προσαρμογής γίνονται αισθητά σε χαμηλότερο επίπεδο, το οποίο είναι περιφερειακό ή τοπικό, και ως εκ τούτου τα μέτρα εφαρμόζονται ως επί το πλείστον από τοπικούς φορείς. Έτσι σε εθνικό επίπεδο η Συμφωνία ακολουθεί δύο ροές εργασίας. Αυτές είναι τα εθνικά προγράμματα δράσης Προσαρμογής και η υποστήριξη των εθνικών σχεδίων Προσαρμογής.
Η Σύμβαση υπεγράφη από την Ελλάδα το 1992 και τέθηκε σε ισχύ το 1994 με τον Νόμο 2205/1994 (ΦΕΚ 60/Α/15-4-1994). Αρμόδιο είναι το Υπουργείο Περιβάλλοντος.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://unfccc.int/
Η Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, οι 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης και οι 169 υποστόχοι υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο της 70ης Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, με την Απόφαση «Μετασχηματίζοντας τον Κόσμο μας: Η Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη» (Α/RES/70/1). Η Ατζέντα 2030 προωθεί την ενσωμάτωση και των τριών διαστάσεων της βιώσιμης ανάπτυξης – κοινωνική, περιβαλλοντική και οικονομική – σε όλες τις τομεακές πολιτικές, ενώ παράλληλα προάγει τη διασύνδεση και τη συνοχή των, σχετικών με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ), πολιτικών και νομοθετικών πλαισίων. Η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να γίνει αντιληπτή μέσω της αντιμετώπισης προκλήσεων που αφορούν τους κατωτέρω πέντε άξονες (5 P): – Άνθρωποι (People), – Πλανήτης (Planet), – Ευημερία (Prosperity), – Ειρήνη (Peace), – Εταιρική Σχέση (Partnership). (United Nations, 2020).
Όσον αφορά την Προσαρμογή, πρέπει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στις βασικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση των ΣΒΑ είναι ο στρατηγικός μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την αντιμετώπιση διάφορων προκλήσεων με τους όρους της βιώσιμης ανάπτυξης. Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν την ανεργία, την διαχείριση των πόρων, τα δημογραφικά προβλήματα αλλά και την παροχή υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα οι στόχοι 6,7,11,12,13,14 και 15 (ιδιαίτερα ο στόχος 13 που σχετίζεται με δράσεις για την Κλιματική Αλλαγή) που αφορούν τον πλανήτη θέτουν βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση την ύπαρξη στρατηγικού σχεδιασμού τόσο σε επίπεδο κατευθύνσεων όσο και σε επίπεδο πόλεων ή μητροπολιτικών περιοχών καθώς αυτές αποτελούν τον πυρήνα της ανάπτυξης. (Hellenic Republic, 2018)
O Στόχος 13 για την Δράση για το Κλίμα έχει τίτλο: “Να ληφθεί επείγουσα δράση για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της” και δημιουργήθηκε μέσα στο πλαίσιο ότι η Κλιματική Αλλαγή αυξάνει τη συχνότητα και την ένταση ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως κύματα θερμότητας, ξηρασίες, πλημμύρες και τροπικούς κυκλώνες. Με αυτόν τον τρόπο, επιδεινώνει τα προβλήματα διαχείρισης των υδάτων, μειώνει τη γεωργική παραγωγή και επισιτιστική ασφάλεια, αυξάνει τους κινδύνους για την υγεία, βλάπτει τις κρίσιμες υποδομές και διακόπτει την παροχή βασικών υπηρεσιών όπως νερό και αποχέτευση, εκπαίδευση, ενέργεια και μεταφορές.
Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει την Ατζέντα 2030 για τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, μέσω των οποίων διασφαλίζεται τόσο η ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη, στην κοινωνική συνοχή και στη δικαιοσύνη όσο και η προστασία του περιβάλλοντος και η οικολογία. Η κλίμακα κατάταξης των χωρών αναφορικά με τους δείκτες ΣΒΑ κυμαίνεται από το μηδέν (0) έως το εκατό (100) με την Ελλάδα κατατάσσεται στην 48η θέση μεταξύ των 156 χωρών, με βαθμολογία 70.6. Αναφορικά με τις δράσεις για το κλίμα (ΣΒΑ13) η Ελλαδα έχει βαθμολογία 78,1 η οποία προκύπτει από την επίτευξη των δεικτών α) ενέργεια συνδυασμένη με τις εκπομπές του CO2/ άτομο β) παρακολούθηση της ευπάθειας της κλιματικής αλλαγής και γ) ενσωμάτωση του CO2 στις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων. (ΥΠΕΝ, 2016).
Το καθήκον της παρακολούθησης και του συντονισμού της εθνικής εφαρμογής των ΣΒΑ έχει ανατεθεί στην Προεδρία της Ελληνικής Κυβέρνησης (η οντότητα που τώρα ενσωματώνει την πρώην Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης), προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή των πολιτικών.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://www.un.org/sustainabledevelopment/climate-change/
Η Συμφωνία των Παρισίων προήλθε από την COP21, την 21η Διάσκεψη των Μερών (21st Conference of Parties) της UNFCCC που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 12 Δεκεμβρίου 2015 και εμπίπτει στο πλαίσιο της UNFCCC.
Στόχος της συμφωνίας είναι η μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη που περιγράφεται στο άρθρο 2, «ενίσχυση της εφαρμογής» της UNFCCC μέσω: α) διατήρησης της αύξησης της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας σε επίπεδα κάτω από τους 2°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και συνέχειας των προσπαθειών για τον περιορισμό της αύξησης στους 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, β) αύξησης της ικανότητας Προσαρμογής στις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και ενίσχυση της ανθεκτικότητας του κλίματος και της ανάπτυξης χαμηλών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, με τρόπο που δεν απειλεί την παραγωγή τροφίμων και (γ) συνεπών χρηματοδοτικών ροών με πορεία προς χαμηλές εκπομπές θερμοκηπικών αερίων και μια ανάπτυξη ανθεκτική στο κλίμα. (United Nations, 2015)
Η Συμφωνία απαιτεί εθνική συνεργασία από τα Μέρη μέσω εθνικών δραστηριοτήτων Προσαρμογής. Σύμφωνα με το Άρθρο 7.9, τα μέρη «εμπλέκονται, κατά περίπτωση, σε διαδικασίες σχεδιασμού Προσαρμογής και στην υλοποίηση δράσεων, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης ή της ενίσχυσης σχετικών πεδίων, πολιτικών ή/και συνεισφορών». Τέτοιες διαδικασίες σχεδιασμού και υλοποίησης περιλαμβάνουν δράσεις που σχετίζονται με δράσεις Προσαρμογής, εθνικά σχέδια Προσαρμογής, εθνικά καθορισμένες δράσεις προτεραιότητας, βιωσιμότητα και οικοδόμηση ανθεκτικότητας. Επιτρέποντας στα μέρη να δημιουργήσουν τις δικές τους δράσεις Προσαρμογής με οποιονδήποτε τρόπο θεωρούν κατάλληλο, επιτρέπει τη διαφοροποίηση που θα καθοδηγήσει τον εθνικό σχεδιασμό Προσαρμογής και τη διαδικασία εφαρμογής. Επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, απαιτεί από όλα τα Μέρη να συμμετέχουν στον σχεδιασμό και την εφαρμογή Προσαρμογής μέσω π.χ. εθνικών σχεδίων Προσαρμογής, εκτιμήσεων τρωτότητας, παρακολούθησης και αξιολόγησης, και οικονομικής διαφοροποίησης.
Το 2016 η Ελλάδα κύρωσε τη Συμφωνία των Παρισίων. Σύμφωνα με το Νόμο 4426/2016, με υπεύθυνο για την εφαρμογή του το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://unfccc.int/process-and-meetings/the-paris-agreement
- OHE – Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (https://unfccc.int/)
- IPCC – Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή Intergovernmental Panel on Climate Change (https://www.ipcc.ch/)
- WMO – Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός – World Meteorological Organization (https://public.wmo.int/en/our-mandate/climate)